ἄνθρακος

ἄνθρακος
ἄνθρα
masc gen sg
ἄνθραξ
charcoal
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Антраксолиты — [άνθρακος (антракос) уголь] групповое классификационное назв. антрацитоподобных битумов высшей степени метаморфизма. Термин введен канадским исследователем Э. Чэпменом (Chapman, 1871). А. нерастворимы в… …   Геологическая энциклопедия

  • анфраксъ — АНФРАКС|Ъ (3*), А с. ἄνϑραξ Драгоценный камень, рубин: •а҃• же стихъ се имѩше сардонихъ, и топази˫а, измарагда. •в҃• же анфракса, аспиди, самфоуро. •г҃• же лігоуриѡнъ, амѣфоустонъ, ахатинь. (ἄνϑρακα) ΓΑ XIII XIV, 27б; ѥдиному источнику сто˫ащю. в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • δευτεροταγής — Αυτός που είναι τοποθετημένος στη δεύτερη θέση. (Χημ.) Δ. άτομο άνθρακα είναι το άτομο του άνθρακα που είναι ενωμένο απευθείας με άλλα δύο άτομα του άνθρακα. Δ. αλκοόλη ονομάζεται εξάλλου η οργανική ένωση που περιέχει στο μόριό της τη δισθενή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”